μυχόπεδον

μυχόπεδον
μυχόπεδον
the depth of the earth
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] …   Dictionary of Greek

  • μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”